Δεξιότητες στην Αγορά Εργασίας

Στην σημερινή αγορά εργασίας βιώνουμε καθημερινά αρκετές αλλαγές.  Μερικές από αυτές έχουν να κάνουν με τον μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ των υποψηφίων, την ανάγκη για απόκτηση περισσοτέρων ακαδημαϊκών πτυχίων και διπλωματών ή την τάση για αλλαγή καριέρας τουλάχιστον 5 έως 7 φορές καθ’ όλη την εργασιακή μας ζωή.

Ανεξάρτητα από την εργασία ή την καριέρα την οποία θα αποφασίσει κάποιος να ακολουθήσει, στον σύγχρονο κόσμο της εργασίας οι εργοδότες αναζητούν συγκεκριμένες δεξιότητες (skills)  από τους εργαζόμενους. Παρακάτω θα βρείτε μια λίστα με τις 10 πιο σημαντικές δεξιότητες τις οποίες θα πρέπει να αναπτύξετε:

 1. επικοινωνία

Επικοινωνία είναι η ικανότητα να μεταφέρουμε αποτελεσματικά τις σκέψεις και τις ιδέες μας προφορικά η γραπτά. Για να αποκτήσουμε καλή επικοινωνία είναι σημαντικό να μπορούμε να ακούμε τον συνομιλητή μας και να είμαστε ανοικτοί σε διαφορετικές απόψεις και γνώμες.

2. δημιουργικότητα

Δημιουργικότητα είναι το να μπορούμε να σκεφτούμε πέραν του συνηθισμένου ή όπως εκφράζεται στα Αγγλικά “think and act Out of the box”. Για να είναι κάποιος δημιουργικός θα πρέπει να μπορεί να ανακαλύπτει νέους και καινοτόμους τρόπους σκέψης και τρόπους με τους οποίους γίνονται τα πράγματα.

3. εξοικείωση με την τεχνολογία

Πολύ σημαντικό ρόλο στην εργασιακή καθημερινότητα παίζει η εξοικείωση μας με τα τις τελευταίες εξελίξεις στους Η/Υ και τα προγράμματα που σχετίζονται με τον χώρο εργασίας μας. Για να μπορούμε να έχουμε εξοικείωση με την τεχνολογία που μπορεί να συναντάμε  στην εργασία μας απαιτείται καθημερινή επαφή με τον H/Y .

4. ομαδική εργασία

Η ομαδική εργασία και η δυνατότητα τον μπορεί να εργάζεται κάποιος σε ένα ομαδικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη στόχων και αποτελεσμάτων για όλους τους οργανισμούς ανεξάρτητα από το μέγεθος.

5. ευελιξία στις αλλαγές που προκύπτουν

Η ευελιξία σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον αποδεικνύεται ένα πολύ σημαντικό προσόν. Η ευελιξία σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνεται στα πλαίσια των απαιτήσεων και των αναγκών μια εταιρίας. Σε άλλες περιπτώσεις θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για αλλαγές που συγκρίνονται με τον ρυθμό που αλλάζουμε ρούχα .

6. διαχείριση της πληροφορίας

Διαχείριση της πληροφορίας εχει να κάνει με την ικανότητα μας να γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να βρούμε και να ανακτήσουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε όταν υπάρχει ανάγκη. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουμε την ικανότητα να αξιοποιούμε τα μέσα που υπάρχουν διαθέσιμα ανεξάρτητα αν πρόκειται για ανθρώπους, έντυπα ή τεχνολογικά μέσα .

7. αυτοέλεγχος

Αυτοέλεγχος είναι η ικανότητα που αναπτύσσουμε για να μπορούμε να διαχειριζόμαστε αποτελεσματικά διαφορετικές καταστάσεις τόσο σε επαγγελματικό όσο και προσωπικό επίπεδο. Όταν ο αυτοέλεγχος μας βρίσκετε σε υψηλό επίπεδο έχουμε την δυνατότητα να ανταποκριθούμε σε διάφορες καταστάσεις.

8. εξυπηρέτηση πελάτη

Στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον ένα ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό είναι να έχουμε υψηλή αίσθηση και αντίληψη στην εξυπηρέτηση του πελάτη. Το να νοιαζόμαστε απλά δεν αρκεί. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το κάτι παραπάνω για να διατηρήσουμε την ικανοποίηση του σε υψηλό επίπεδο

9. χαρακτήρας

Το να αναπτύσσει κανείς εργασιακό χαρακτήρα σημαίνει το να δημιουργεί μια τέτοια εικόνα που το εμπνέει εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, ειλικρίνεια και ακεραιότητα

10. προσωπική ανάπτυξη

Η προσωπική μας ανάπτυξη έχει να κάνει με την ικανότητα μας να βρίσκουμε τον τόπο και τα μέσα για να αναπτύσσουμε και να βελτιώνουμε τις δεξιότητες και τις γνώσεις μας

Τέσσερα σενάρια για τα σχολεία του μέλλοντος και οι προοπτικές για το εκπαιδευτικό σύστημα

Η άποψη πως η εφαρμογή εκπαιδευτικών πολιτικών είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να αξιολογηθεί έγκαιρα, φαίνεται να είναι διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία. Μιλώντας μάλιστα για ριζικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, πολλοί θα πουν ότι απαιτείται μια ολόκληρη γενιά για να αποδώσουν καρπούς. Εάν αυτό ισχύει, πώς εξηγείται το περίφημο φινλανδικό εκπαιδευτικό θαύμα; Και πώς κατάφερε σε λιγότερο από 10 χρόνια η Εσθονία να σκαρφαλώσει στις πρώτες θέσεις στον διεθνή διαγωνισμό PISA;

Είναι κατανοητό ότι τα αποτελέσματα όποιων πολιτικών βελτίωσης εφαρμοσθούν, δεν θα φανούν εν μία νυκτί. Το θέμα, όμως, στην περίπτωση της Ελλάδος, δεν είναι αυτό αλλά η αποσπασματικότητα με την οποία ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος έχει αντιμετωπίσει την σχολική εκπαίδευση. Το επιχείρημα της χρονικής υστέρησης είναι απλά ένα παραπέτασμα καπνού, το οποίο μάλιστα αρχίζει και χάνει την «αγοραστική» του αξία ειδικά στην Γενιά Z, η οποία αναζητάει εναλλακτικούς πόρους, χώρους και τρόπους μάθησης, καθιστώντας το σχολείο μη ελκυστικό αφού παύει να ανταποκρίνεται στην «ατζέντα» τους, στα προβλήματα και στις φιλοδοξίες τους. Μπορεί, λοιπόν, να συγχρονιστεί το σχολείο με τις προτιμήσεις, ανάγκες και συνήθειες των λεγόμενων zoomers; Και εάν ναι, ποιοι μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστοι πλοηγοί στην προσπάθεια των κεντρικών δημόσιων φορέων εκπαίδευσης προς αυτή την κατεύθυνση;

Σενάριο 1: Διεύρυνση

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, o υπάρχον χαρακτήρας των μαζικών και γραφειοκρατικών συστημάτων σχολικής εκπαίδευσης διευρύνεται, με προσαρμογές βέβαια, για τα επόμενα χρόνια. Οι περισσότερες χώρες εστιάζουν στην εφαρμογή ομοιόμορφων προγραμμάτων σπουδών και εργαλείων αξιολόγησης. Η πίεση προς την κατεύθυνση της ομοιομορφίας και της επιβολής προτύπων παραμένει, αν και παρέχεται μεγαλύτερη ελευθερία στους μαθητές όσον αφορά την επιλογή του εκπαιδευτικού περιεχομένου, εφόσον επιτυγχάνονται καθορισμένες δεξιότητες, όπως για παράδειγμα η επιχειρηματικότητα και οι ήπιες δεξιότητες, με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις της οικονομίας και της κοινωνίας. Η σχολική τάξη συνεχίζει να αποτελεί το επίκεντρο της μαθησιακής διαδικασίας αλλά ταυτόχρονα υβριδικά μοντέλα διδασκαλίας – με βάση την εμπειρία του COVID-19 – αρχίζουν και υιοθετούνται σε πιο ευρεία κλίμακα. Τα άκαμπτα όρια μεταξύ των παραδοσιακών ακαδημαϊκών κατευθύνσεων αμβλύνονται και η αξία της διαθεματικότητας αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο. Η υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων αποτελεί κύριο κομμάτι της σχολικής καθημερινότητας, επιτρέποντας στους εκπαιδευτικούς να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην υποστήριξη των ψυχοσυναισθηματικών αναγκών των μαθητών και των κινήτρων τους για μάθηση σε ένα πιο αυτόνομο πλαίσιο. Νέες τεχνολογίες, όπως learning analytics και τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου, καθιστούν εφικτή την αξιολόγηση της επίδοσης αλλά και της πειθαρχίας των μαθητών, δίνοντας την ευκαιρία για ανατροφοδότηση προς εκπαιδευτικούς και γονείς σε πραγματικό χρόνο. Η ψηφιοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ανοίγει, επίσης, ευκαιρίες για συμπράξεις μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων με στόχο την δημιουργία και παροχή ανοιχτών μαθησιακών πόρων. Οι σχολικές κοινότητες ωφελούνται από οικονομίες κλίμακας, αξιοποιώντας πιο αποτελεσματικά την διάχυση μαθησιακών πόρων μέσω της χρήσης πληροφοριακών συστημάτων και ανάλυσης μεγάλων δεδομένων. Οι κεντρικοί δημόσιοι φορείς (π.χ., Υπουργεία Παιδείας) εξακολουθούν να είναι πρωταγωνιστές αλλά ταυτόχρονα αναζητούν στρατηγικούς εταίρους μέσω διεθνών συνεργασιών και δικτύωσης. Η μεγάλη πρόκληση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι, όμως, αφορά την λεπτή ισορροπία που απαιτείται μεταξύ της ικανοποιητικής κάλυψης πολυποίκιλων αναγκών των τοπικών κοινωνιών και της εφαρμογής ενός κοινού πλαισίου διασφάλισης ποιότητας σε οριζόντια βάση.

Σενάριο 2: Εξατομίκευση

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, τα παραδοσιακά συστήματα σχολικής εκπαίδευσης συρρικνώνονται, δίνοντας χώρο σε αποκεντρωμένες και αυτονομημένες από την κεντρική διοίκηση πρωτοβουλίες που ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά σε εξατομικευμένα μοντέλα μάθησης τα οποία εμπλέκουν εντονότερα τους γονείς στην επιλογή του εκπαιδευτικού περιεχομένου και της μαθησιακής διαδικασίας. Η ατομική επιλογή ως αξία είναι κυρίαρχη εδώ. Οι προσφερόμενες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, συνεπώς, επεκτείνονται και διαφοροποιούνται ως προς την διάρκεια, τους στόχους και το κόστος τους, ώστε να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις και τις ανάγκες μαθητών και γονιών. Η υιοθέτηση εξατομικευμένων προγραμμάτων σπουδών παρέχει στους μαθητές μεγαλύτερη ευελιξία και περισσότερες ευκαιρίες που βελτιστοποιούν τα οφέλη του συνδυασμού τυπικής και άτυπης μάθησης. Η σχολική καθημερινότητα ενισχύεται με ένα μείγμα κατ’ οίκον διδασκαλίας, φροντιστηρίου και διαδικτυακής μάθησης. Μία ολοκληρωμένη μαθησιακή εμπειρία περιλαμβάνει την σύνδεσή της με τη δια βίου μάθηση, ενώ η οικονομική και κοινωνική αξία τους καθορίζονται με όρους προσφοράς και ζήτησης. Σε κάποιες χώρες παρατηρείται ανταγωνισμός μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών παρόχων για την βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Σε άλλες χώρες, η δημόσια εκπαίδευση αποτελεί την ελάχιστη υποχρέωση του κράτους, παρέχοντας μηδενικού ή χαμηλού κόστους πρόσβαση σε ένα βασικό «πακέτο» υπηρεσιών εκπαίδευσης. Καθώς οι μαθητές μεγαλώνουν και γίνονται πιο αυτόνομοι, εξειδικευμένες πλατφόρμες μάθησης και συμβουλευτικές υπηρεσίες (ψηφιακές και προσωπικές, δημόσιες και ιδιωτικές) διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο. Οι επιχειρηματικές κοινότητες εμπλέκονται εντονότερα στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων εταιρειών αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το επαγγελματικό προφίλ των εκπαιδευτικών καθώς και η εργασιακή τους σχέση με τους παρόχους εκπαίδευσης αλλάζει. Το εκπαιδευτικό δυναμικό των σχολείων περιλαμβάνει όχι μόνο δασκάλους και καθηγητές αλλά σε αυξανόμενο ποσοστό φροντιστές, συμβούλους σταδιοδρομίας, αναλυτές της αγοράς δεξιοτήτων, ειδικούς παιδαγωγούς και εξωτερικούς συνεργάτες με φυσική ή ψηφιακή παρουσία. Η μεγάλη πρόκληση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι κεντρικοί δημόσιοι φορείς αφορά την εγκαθίδρυση ενός κοινωνικά αποδεκτού κανονιστικού πλαισίου που θα διασφαλίζει την ευκαιρίες πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης που να αντισταθμίζουν πιθανές στρεβλώσεις της ελεύθερης αγοράς.

Σενάριο 3: Ανοικτότητα

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, τα σχολεία διατηρούν τα περισσότερα από τα λειτουργικά χαρακτηριστικά τους αλλά η ποικιλομορφία και ο πειραματισμός αποτελούν πλέον τον κανόνα. Τα σχολεία «ανοίγουν» προς τα έξω, συνδέονται με τις τοπικές κοινωνίες, υποστηρίζουν, πειραματίζονται, ενσωματώνουν διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές μάθησης και εμπλέκουν ενεργά την κοινωνία των πολιτών, προτείνουν πρωτότυπες λύσεις σε πραγματικά προβλήματα, προωθώντας την κοινωνική καινοτομία και αλλαγή. Η «ανοικτότητα» ως αξία είναι κυρίαρχη εδώ. Οι μαθησιακές διαδρομές γίνονται πιο ευέλικτες και εξατομικευμένες. Ο ρόλος και συνεισφορά των εκπαιδευτικών ορίζονται σε ένα πλαίσιο συνεργατικότητας, αυτοαξιολόγησης και λογοδοσίας κυρίως στην τοπική κοινότητα. Η παρακολούθηση της επίδοσης με παραδοσιακά εργαλεία αποτίμησης εγκαταλείπεται. Η πρόσβαση σε ένα ευρύ και διαρκώς ανανεωμένο φάσμα μαθησιακών πόρων προσαρμοσμένων στις τοπικές ανάγκες και εξελίξεις αποτελεί τη νόρμα, καθιστώντας τον διαχωρισμό μεταξύ τυπικής και άτυπης μάθησης παρωχημένο. Τα σχολεία αποτελούν το επίκεντρο δυναμικά εξελισσόμενων τοπικών εκπαιδευτικών δικτύων, χαρτογραφώντας τις ευκαιρίες μάθησης σε ένα διασυνδεδεμένο οικοσύστημα υβριδικών εκπαιδευτικών χώρων. Με αυτόν τον τρόπο, διαφορετικοί ατομικοί και θεσμικοί φορείς προσφέρουν μια ποικιλία δεξιοτήτων και τεχνογνωσίας που μπορούν να αξιοποιηθούν για την υποστήριξη της μάθησης, της σταδιοδρομίας και της συνολικής ευημερίας των μαθητών. Τα σχολεία αυτονομούνται αλλά δεν αποδεσμεύονται από ρυθμιστικά και στρατηγικά πλαίσια σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αντιθέτως, τα πλαίσια αυτά λειτουργούν υποστηρικτικά σε κοινότητες με ασθενέστερες κοινωνικές υποδομές, οικονομικές υστερήσεις, δημογραφικές ή γεωγραφικές ιδιαιτερότητες. Τα σχολεία αποτελούν με αυτή την έννοια τα νέα κοινωνικά κέντρα ευρύτερων και δυναμικά εξελισσόμενων οικοσυστημάτων παραγωγής και διαμοιρασμού γνώσης που βασίζονται και εμπιστεύονται εκπαιδευτικούς με γερό παιδαγωγικό υπόβαθρο και ικανότητες δικτύωσης με φορείς άτυπης μάθησης, όπως πανεπιστήμια, ερευνητικά ινστιτούτα, μουσεία, βιβλιοθήκες, κέντρα τεχνολογίας κτλ. Στο σενάριο αυτό, οι μεγάλες προκλήσεις για τους δημόσιους φορείς αφορούν την προτεραιοποίηση τοπικών και κεντρικών στόχων καθώς και την διαχείριση των ανισοτήτων μεταξύ τοπικών κοινοτήτων, καθιστώντας δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο τον καθολικό μετασχηματισμό των σχολείων σε ανοιχτούς και βιώσιμους κόμβους υβριδικής μάθησης.

Σενάριο 4: Υβριδοποίηση

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα παντού και ανά πάσα στιγμή. Οι διακρίσεις μεταξύ τυπικής και άτυπης μάθησης παύουν να ισχύουν, καθώς οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις (τεχνητή νοημοσύνη, επαυξημένη και εικονική πραγματικότητα, διαδίκτυο των πραγμάτων, αφθονία δεδομένων) έχουν αφομοιωθεί από την κοινωνία, αλλάζοντας εντελώς την αντίληψή μας για την μάθηση, η οποία πλέον αποτελεί μία δραστηριότητα άρρηκτα συνυφασμένη με την εργασία και την αναψυχή. Εξατομικευμένα μονοπάτια μάθησης είναι ελεύθερα διαθέσιμα σε όλους, απαξιώνοντας καθιερωμένες σχολικές δομές και προσχεδιασμένα ομοιόμορφα προγράμματα σπουδών, οδηγώντας στην εξαφάνιση του παραδοσιακού σχολείου. Προσωπικοί βοηθοί τεχνητής νοημοσύνης συνδέονται με το περιβάλλον και μεταξύ τους για να τροφοδοτήσουν τα πληροφοριακά τους συστήματα και να προτείνουν εξατομικευμένες λύσεις δια βίου μάθησης, βασιζόμενοι στην περιέργεια και τις ανάγκες των ατόμων, βοηθώντας στον εντοπισμό γνωστικών κενών και αναγκών για νέες δεξιότητες, ενθαρρύνοντας τη δημιουργικότητα και την αυτοέκφραση των μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί συνδέονται μεταξύ τους σε κοινότητες κοινού σκοπού και ενδιαφέροντος χωρίς γλωσσικά εμπόδια στην ανταλλαγή γνώσης και στην συνεργασία. Σε έναν κόσμο που όλες οι μορφές μάθησης είναι αποδεκτές, νέες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα το blockchain, καθιστούν εφικτή την καταγραφή γνώσεων και δεξιοτήτων σε αδιάβλητα και διαφανή ψηφιακά διαβατήρια δια βίου μάθησης, χωρίς να είναι απαραίτητη η σφραγίδα δημόσιων ή ιδιωτικών παρόχων πιστοποίησης. Ο επαγγελματίας εκπαιδευτικός μετασχηματίζεται σε διαμεσολαβητή σε μία κοινωνία όπου εξατομικευμένες μαθησιακές εμπειρίες είναι διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή και παντού. Οι μαθητές είναι πλέον εκπαιδευμένοι καταναλωτές και διαμορφωτές των δικών τους μονοπατιών δια βίου μάθησης. Οι διάφορες μορφές διδασκαλίας είναι κοινός τόπος τόσο εκτός όσο και εντός του διαδικτύου. Κάποιες παρέχονται από ανθρώπους, άλλες δημιουργούνται από αλγορίθμους. Οι παγκόσμιες ψηφιακές εταιρείες σε διάλογο με μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην τροφοδοσία συστημάτων μάθησης μέσω καινοτόμων διεπαφών ανθρώπου-μηχανής. Η συνεχής ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων μάθησης βασιζόμενα στην τεχνητή νοημοσύνη και τα μεγάλα δεδομένα έρχεται αντιμέτωπη με τα όρια της ισχύος τους, θέτοντας στην ατζέντα ερωτήματα για την διαφάνεια των αλγορίθμων, την ιδιοκτησία των δεδομένων και τον εποπτικό ρόλο που καλούνται να παίξουν κρατικές και διακυβερνητικές αρχές. Μία μεγάλη πρόκληση για τους δημόσιους φορείς σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο αποτελεί η διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ευρύτερα η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.

Tα σχολεία του μέλλοντος είναι εδώ

Σκοπός της παρουσίασης των τεσσάρων σεναρίων του ΟΟΣΑ δεν αποτελεί η κατάταξή τους από το χειρότερο στο καλύτερο. Αυτό δεν θα ήταν ρεαλιστικό αφού και οι τέσσερις εκδοχές δεν είναι και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως αλληλοαποκλειόμενες. Καθένα από αυτά παρουσιάζει μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και ξεχωριστές προκλήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως εκφάνσεις και των τεσσάρων σεναρίων ήδη διαφαίνονται διεθνώς αλλά και στο ετερόκλητο κολλάζ που ονομάζουμε ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η ετερογένεια αποτελεί πλεονέκτημα των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Το ζητούμενο, στην περίπτωση της χώρας μας και όλων όσων συμμετέχουν στην διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι η βαθιά κατανόηση εναλλακτικών σεναρίων, όπως αυτά που προτείνει ο ΟΟΣΑ, ο πειραματισμός με καλές πρακτικές και η υψηλού επιπέδου έρευνα για την εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων που θα ανατροφοδοτήσουν την κατάρτιση μίας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για την σχολική εκπαίδευση. Εδώ, όπως έχει αναφέρει ο Αρίστος Δοξιάδης σε πρόσφατο άρθρό του στην Καθημερινή, καταλύτες για την επιτάχυνση των αλλαγών στην σχολική εκπαίδευση αποτελούν και οι λεγόμενες «επιστημικές κοινότητες». Αυτές οι συνεκτικές ομάδες ειδικών θα μπορούσαν εθελοντικά να καλύψουν τα όποια κενά τεχνογνωσίας έχουν οι κεντρικοί δημόσιοι φορείς. Αρκεί, φυσικά, η πολιτική ηγεσία να το ζητήσει και να είναι διατεθειμένη να εμπιστευτεί τις προτάσεις τους.

Καθημερινή ,Νοέμβριος 2022

Οι δομικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο ελληνικό σχολείο

Εκ βάθρων αλλαγές στο ελληνικό σχολείο προτείνει ο Αντρέας Σλάιχερ, διευθυντής Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων και ειδικός σύμβουλος για την Εκπαιδευτική Πολιτική του γενικού γραμματέα στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο κ. Σλάιχερ ξεκίνησε και επιβλέπει το πρόγραμμα PISA για την αξιολόγηση μαθητών καθώς και άλλα μέσα που χρησιμοποιούνται για χάραξη πολιτικής. Μιλώντας στην «Κ» δηλώνει ότι η Eλλάδα ξοδεύει μεγάλα ποσά για την εκπαίδευση, αλλά με χαμηλά αποτελέσματα. Η διδασκαλία είναι εστιασμένη στην παράδοση της ύλης, με τους μαθητές να παίρνουν επιφανειακή γνώση, παπαγαλίζοντας. «Οι Ελληνες μαθητές είναι πολύ καλοί στο να απομνημονεύουν. Δυσκολεύονται, ωστόσο, να προεκτείνουν τις γνώσεις και να τις εφαρμόσουν σε συνηθισμένες καταστάσεις. Μία πρόκληση είναι οι Ελληνες να διδάσκονται λιγότερα και σε μεγαλύτερο βάθος. Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει κάνει κάποιες αλλαγές, αλλά με πολύ αργό τρόπο. Παραμένει ένα σύστημα στο οποίο η γνώση ρέει με κάθετο τρόπο και όχι οριζόντια –δηλαδή με δημιουργικό τρόπο και συνεργατικό πνεύμα– ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς, σχολεία, θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας. Για να αναπτυχθεί η εκπαίδευση και η αποτελεσματική γνώση χρειάζεται ισχυρός κοινωνικός ιστός. Γι’ αυτό χρειάζονται τα τέσσερα βήματα: πρόγραμμα σπουδών, δημιουργία κατάλληλου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, αναζήτηση των ανθρώπων που θα έχουν κομβικό ρόλο και οργάνωση της δουλειάς. Αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι, γιατί η εκπαίδευση είναι ένας πολύ συντηρητικός θεσμός. Πολλοί προσπαθούν να την κρατήσουν όπως είναι. Και για αυτό οι γονείς πολλές φορές αγχώνονται όταν τα παιδιά τους δεν μαθαίνουν αυτά που οι ίδιοι μάθαιναν ως μαθητές», παρατηρεί ο κ. Σλάιχερ, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα προσκεκλημένος από το νεοσύστατο Kassandra Center for Educational Excellence του Κολλεγίου Ανατόλια.

– Ποιες είναι οι πιο σημαντικές δεξιότητες του 21ου αιώνα;

– Οι ανθρώπινες ικανότητες που δεν μπορεί να επιτελέσει η τεχνητή νοημοσύνη, όπως η φαντασία, η ικανότητά μας να λαμβάνουμε αποφάσεις μπροστά σε διλήμματα, να μπορούμε να κινούμαστε και να λειτουργούμε αποτελεσματικά μέσα στην ασάφεια και στην πολυπλοκότητα –καθώς ο κόσμος μας δεν είναι άσπρος ή μαύρος–, να διαχωρίζουμε το γεγονός από την άποψη.

Πώς το πρόγραμμα PISA μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση εθνικών πολιτικών για την εκπαίδευση;

Το PISA είναι ένα εργαλείο. Βλέπουμε ότι η Ελλάδα ξοδεύει ένα μεγάλο ποσό για την εκπαίδευση. Ωστόσο, πρέπει να εξετάσουμε πώς το σύστημα διασφαλίζει ότι οι εκπαιδευτικοί λαμβάνουν μέρος σε συμμετοχικές επιμορφωτικές δράσεις, πώς διαμορφώνεται ο αριθμός των σχολικών αιθουσών και η κατανομή των παιδιών σε αυτές, πώς εξασφαλίζεται η ποιότητα της διδασκαλίας, πώς κατευθύνονται και αξιοποιούνται οι πόροι ώστε να κάνουν τη μέγιστη θετική διαφορά. Αυτές είναι ερωτήσεις χωρίς εύκολες απαντήσεις.

– Πού αποδίδετε το ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σε μέτριες θέσεις στον διαγωνισμό PISA;

– To πρώτο είναι το τι διδάσκεις. Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι οι Ελληνες μαθητές είναι πολύ καλοί στο να αναπαράγουν καθορισμένα θέματα, να απομνημονεύουν και να απαντούν με βάση αυτά σε τεστ ή εξετάσεις. Δυσκολεύονται, ωστόσο, να προεκτείνουν αυτές τις γνώσεις και να τις εφαρμόσουν σε συνηθισμένες καταστάσεις. Αυτό αξιολογεί το πρόγραμμα PISA: να μπορείς να σκέφτεσαι δημιουργικά, εκτός πλαισίου και διαθεματικά. Στην Ελλάδα η διδασκαλία είναι εστιασμένη στην παράδοση της ύλης. Μία πρόκληση, λοιπόν, είναι οι Ελληνες να διδάσκουν λιγότερα και σε μεγαλύτερο βάθος. Να εστιάζουν στο πώς τα παιδιά καταλαβαίνουν την ιδέα του γνωστικού αντικειμένου παρά να λαμβάνουν επιφανειακή γνώση.

Το δεύτερο είναι το πώς διδάσκεις. Η Ελλάδα έχει ένα ατομοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι εκπαιδευτικοί έχουν μάθει να εργάζονται ατομικά και απομονωμένα, χωρίς να επικοινωνούν μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τις σχολικές μονάδες. Θα έλεγε κάποιος ότι αυτό οφείλεται σε γεωγραφικούς παράγοντες, αλλά δεν ισχύει, γιατί έχουμε δει σε άλλες χώρες ότι τα σχολεία, όσο απομακρυσμένα και αν είναι, έχουν συνεργατική σχέση. Στην Ελλάδα, επίσης, ο εκπαιδευτικός βιώνει συνεχείς μετακινήσεις από σχολείο σε σχολείο και περιοχή σε περιοχή. Αυτό δεν βοηθάει τους μαθητές, και ειδικά σε σχολεία που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Αυτά τα σχολεία, ειδικά, χρειάζονται τους πιο έμπειρους και ικανούς εκπαιδευτικούς. Το Βιετνάμ και η Κίνα κινούνται γρήγορα γιατί έχουν επιλέξει να στέλνουν τους πιο έμπειρους εκπαιδευτικούς σε δύσκολα περιβάλλοντα, κάνοντας καλή μόχλευση των πόρων. Εάν ζεις σε μια καλή περιοχή, είναι εύκολο να φοιτήσεις σε ένα καλό σχολείο με καλούς καθηγητές. Εάν όμως προέρχεσαι και ζεις σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, έχεις μία ευκαιρία στη ζωή σου να ξεφύγεις, και αυτό θα συμβεί εάν συναντήσεις έναν καλό δάσκαλο. Και αν χάσεις αυτήν την ευκαιρία, είναι δύσκολο να βρεις διεξόδους στη συνέχεια. Η Ελλάδα μπορεί να μάθει πολλά από την Πορτογαλία, που πρωτοπορεί στην εκπαίδευση.

Υπάρχουν σκέψεις για αλλαγές στον διαγωνισμό PISA;

– Ο επόμενος διαγωνισμός θα περιλαμβάνει και τη δημιουργική σκέψη και την κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη. Η επίλυση προβλημάτων είναι μια σημαντική δεξιότητα, αλλά το ερώτημα είναι αν μπορεί κάποιος να επιλύσει προβλήματα με ανθρώπους που είναι διαφορετικοί και σκέφτονται διαφορετικά από αυτόν. Η αξιολόγηση είναι σημαντικός καθρέφτης, τον οποίο οφείλουμε να κοιτάξουμε σωστά. Ενα από τα μεγαλύτερα λάθη που έχει κάνει διαχρονικά η εκπαίδευση είναι ότι πήρε διαζύγιο από το να μαθαίνει από την αξιολόγησή της. Σίγουρα αυτό που διδαχθήκαμε από το PISA είναι να ενσωματώνουμε καλύτερα τις αξιολογήσεις. Οι μαθητές μπορούν να πάρουν ένα δυναμικό feedback για τα θετικά σημεία και τις αδυναμίες τους, ενώ οι εκπαιδευτικοί έχουν αντιληφθεί ότι κάθε παιδί μαθαίνει με διαφορετικό τρόπο.

Αν γονείς και εκπαιδευτικοί δεν είναι σύμμαχοι, δεν μπορείς να πετύχεις

– Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των γονέων στην εκπαιδευτική διαδικασία;

– Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Οι καθηγητές έχουν γίνει ένα είδος παρόχων υπηρεσιών και οι γονείς πελάτες. Αυτό δεν βοηθά καθόλου, διότι η εκπαίδευση ήταν πάντα και πρωτίστως μια κοινωνική, συσχετιστική διαδικασία. Δεν είναι, δηλαδή, μια συναλλαγή, αλλά μια σχέση. Επιστρέφοντας στους γονείς. Οι γονείς έχουν να κάνουν μια απλή ερώτηση στα παιδιά τους κάθε ημέρα: «Πώς ήταν το σχολείο σήμερα». Ετσι, δείχνουν ότι αυτό που κάνει το παιδί στο σχολείο είναι σημαντικό για εκείνους, ότι σέβονται τον ρόλο του εκπαιδευτικού και ότι το σχολείο έχει σημασία. Η στάση του γονέα επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο το παιδί αντιμετωπίζει το σχολείο, αλλά και τις σχέσεις του με τους γονείς του.

Απευθυνόμενος στους γονείς, θα τους έλεγα ότι «μπορείτε να κάνετε πολλά για να βοηθήσετε τους εκπαιδευτικούς. Οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να επιτύχουν στο έργο τους αν δεν έχουν την υποστήριξη των γονέων. Γι’ αυτό υποστηρίξτε τον ρόλο τους και μην τον υποβιβάζετε. Υποστηρίξτε τη γνώση. Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν ένα μέρος του κόσμου των μαθητών τους και εσείς, ως γονείς, θα τους βοηθήσετε να επεκτείνουν την εικόνα. Αυτό συμβαίνει με πολύ ωραίο τρόπο στην προσχολική εκπαίδευση μέχρι και το νηπιαγωγείο». Θα έλεγα ότι πρέπει να παραδειγματιστούμε από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι σχέσεις νηπιαγωγών και γονέων. Στο σχολείο, όμως, όλα αλλάζουν. Οι γονείς σπανίως περνούν την πόρτα του σχολείου, οι δάσκαλοι μιλούν σπάνια στους γονείς, οι γονείς γίνονται αμυντικοί και γενικώς δεν επενδύεται χρόνος και ενέργεια για να γίνουν οι γονείς σύμμαχοι των εκπαιδευτικών. Χωρίς, όμως, αυτό, δεν μπορείς να επιτύχεις.

– Το πρόγραμμα PISA έχει μετρήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην εκπαίδευση. Ποια είναι τα ευρήματα;

– Η πανδημία ενίσχυσε κάθε είδους ανισότητα. Βέβαια, αν ήσουν σε θέση να μαθαίνεις μόνος σου, αν είχες πρόσβαση σε πόρους, μπορεί η πανδημία να ήταν απελευθερωτική και συναρπαστική εμπειρία. Για τους περισσότερους μαθητές όμως ήταν μια καταστροφική περίοδος, γιατί το σχολείο ήταν ένας χώρος κοινωνικής συναναστροφής, συνάντησης με φίλους, ένας χώρος όπου το παιδί αποκτούσε ταυτότητα. Το σχολείο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, το πρώτο μέρος όπου συναναστρεφόμαστε και συνυπάρχουμε με ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από εμάς και σκέφτονται διαφορετικά από εμάς. Και ξαφνικά αυτό το μέρος δεν υπήρχε. Το θετικό είναι ότι είδαμε τεχνολογική και κοινωνική καινοτομία. Μετά την πανδημία πολλά παιδιά πήγαν στους δασκάλους τους και τους είπαν ότι μέσα σε αυτήν την περίοδο ανακάλυψαν πράγματα, βρήκαν τον τρόπο να μαθαίνουν μόνα τους, να θέτουν τους δικούς τους στόχους, να διαμορφώνουν το πρόγραμμά τους. Είδαμε, επίσης, πολλούς καθηγητές να διαπιστώνουν ότι δεν είναι αρκετό να διδάσκουν μόνο. Μας είπαν: «Κατάλαβα καλύτερα τους μαθητές μου. Ενδιαφέρθηκα γι’ αυτούς. Εγινα καλύτερος μέντοράς τους». Μπορούμε, λοιπόν, να σχεδιάσουμε τα σχολεία καλύτερα ώστε ο εκπαιδευτικός να έχει έναν ολιστικό ρόλο, αρμοδιότητες και ευθύνες; Το να βάζουμε τον μαθητή στο επίκεντρο και όχι το πρόγραμμα σπουδών; Πολλοί εκπαιδευτικοί αισθάνθηκαν μόνοι και αβοήθητοι μέσα στην πανδημία. Αλλά, εντέλει, τα καταφέραμε και θέλουμε να κρατήσουμε κάτι από αυτά που κερδίσαμε, ώστε να κάνουμε τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιστρέψουμε στην προ πανδημίας εποχή. Επιπλέον, πολλοί μαθητές επανεκτίμησαν τους καθηγητές τους. Οι κοινωνικές σχέσεις ήρθαν στο επίκεντρο. Οι γονείς κατάλαβαν καλύτερα τι κάνουν οι καθηγητές και πόση δουλειά έχουν καθημερινά. Και συχνά οι καθηγητές είχαν πιο ουσιαστική επικοινωνία με τους γονείς, που έγιναν μέρος της εξίσωσης.

Αξιολόγηση-Ανατροφοδότηση

5
Αξιολόγηση

Πώς σας φάνηκε το μάθημα

Βάσεις Σχολών

Αναζήτηση μπορείτε να κάνετε:
1.Με βάση τα μόρια (χρήση του δρομέα).
2.Με βάση την ονομασία της σχολής (πληκτρολογείτε στο σχετικό πεδίο).
3.Με βάση το πανεπιστημιακό ίδρυμα (επιλέγετε το +).

Οι απειλές τα δυνατά και αδύνατα σημεία του εκπαιδευτικού συστήματος

Για τους εκπαιδευτικούς

Δυνατό σημείο αποτελεί το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών, ωστόσο αδύνατο σημείο είναι ότι οι εκπαιδευτικοί στερούνται ευκαιριών ανάπτυξης των παιδαγωγικών τους ικανοτήτων, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Διαπιστώνονται ελλείμματα στη διά βίου επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, καθώς εφαρμόζονται κυρίως βραχυχρόνιες επιμορφώσεις χωρίς στρατηγικό σχέδιο, ως συνοδευτικές δράσεις επιμέρους μεταρρυθμίσεων, ή για την απόκτηση δεξιοτήτων ΤΠΕ περιορισμένου αριθμού εκπαιδευτικών, χωρίς να καλύπτεται το σύνολο των εκπαιδευτικών αναγκών και η υποστήριξη του εκπαιδευτικού τους έργου.

Ως εκ τούτου, οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτελεσματική διαχείριση ιδιαίτερα νέων φαινομένων, όπως σχολικός εκφοβισμός, πολυπολιτισμική σύνθεση σχολείων, διαχείριση συγκρούσεων.

Δυσκολίες σε χρήση ΤΠΕ και γήρανση εκπαιδευτικού προσωπικού: Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών δυσκολεύεται να χρησιμοποιεί ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης, ένα μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών συνταξιοδοτήθηκε και η μη δυνατότητα προσλήψεων λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών αύξησε υπέρογκα τον αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα παρατηρείται γήρανση του εκπαιδευτικού προσωπικού σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.

Ψηφιακές δεξιότητες

Μέχρι σήμερα το ψηφιακό σχολείο δεν έχει επιτευχθεί στον απαιτούμενο βαθμό και οι ψηφιακές δεξιότητες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ως μεγάλο κενό. Αναφορικά με τις ψηφιακές δεξιότητες, η χώρα μας κατατάσσεται στην 26η θέση στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) για το έτος 2019 με το 54% των ατόμων ηλικίας 16-74 ετών να μην έχουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες και το 31% να μην έχουν καμία ψηφιακή δεξιότητα, ενώ υπολείπεται και στο ποσοστό πτυχιούχων Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ).

Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ στην κατάταξη του Eυρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI), με βαθμολογία 9/100 ως προς την αντιστοίχιση δεξιοτήτων (skills matching), ενώ είναι στην 24η θέση ως προς την ενεργοποίηση των δεξιοτήτων (skills activation) με βαθμολογία 43/100 και τέλος ως προς την ανάπτυξη δεξιοτήτων (skills development) βρίσκεται στην 23η θέση με βαθμολογία 41/100.

Μια σειρά μέτρων έχουν, ήδη, αναληφθεί για τη βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων, όπως το Κρατικό Πιστοποιητικό Πληροφορικής για μαθητές Γ ́ Γυμνασίου, αλλά θα πρέπει να αναληφθούν επιπλέον δράσεις για την αντιστροφή της υφιστάμενης κατάστασης.

Η έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες είναι ζωτικής σημασίας και εξαιρετικά επείγουσα, καθώς θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον ψηφιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας.

Συμμετοχή στην εκπαίδευση

Η δίχρονη προσχολική εκπαίδευση επεκτείνεται διαρκώς, ωστόσο απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση. Το ποσοστό φοίτησης στην προσχολική εκπαίδευση (4-6 ετών) το έτος 2018 ανήλθε σε ποσοστό 81,5% ενώ υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ (95,4%) και του ευρωπαϊκού κριτηρίου.

Στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) η σχολική διαρροή παραμένει υψηλή. Παρότι έχουν εισαχθεί σημαντικές παρεμβάσεις για την αναβάθμισή της, όπως το πρόγραμμα Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ, σημειώνεται ως αδύνατο σημείο η υψηλή μαθητική διαρροή (11%), που είναι αρκετά μεγαλύτερη σε σχέση με τη γενική εκπαίδευση.

Η συμμετοχή στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί δυνατό σημείο, δεδομένου ότι το έτος 2018, ποσοστό 44,3% του πληθυσμού, ηλικίας 30-34 ετών, ολοκλήρωσαν την ανώτατη εκπαίδευση έναντι του εθνικού στόχου ποσοστού 32% και του ευρωπαϊκού στόχου ποσοστού 39,9% (ΜΟ ΕΕ 40,7%).

Επίσης, δυνατό σημείο στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί η αύξηση συμμετοχής στον 2ο και 3ο κύκλο σπουδών μεταξύ των ετών 2002-2017, με αύξηση των αποφοίτων σε ποσοστό +339,4% (13.227 απόφοιτοι) για τον 2ο κύκλο και ποσοστό +189% (1.593 άτομα) για τον 3ο κύκλο. Ωστόσο, αδύνατο σημείο αποτελούν τα χαμηλά ποσοστά και ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης των σπουδών και η έλλειψη συστηματικής συλλογής σχετικών στοιχείων.

Οι ανισότητες στη συμμετοχή στην εκπαίδευση αποτελούν αδύνατο σημείο του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρά το γεγονός ότι η πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης από τους νέους ηλικίας 18-24 ετών σημείωσε περαιτέρω μείωση μεταξύ γηγενών (5,4% το έτος 2016 και 3,9% το έτος 2017), αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια μεταξύ των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό (16,9% το έτος 2016 και 17,9% το έτος 2017) διευρύνοντας, με αυτόν τον τρόπο, το χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων.

Επιπλέον, διαφορά υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων, κατά 2,1 μονάδες, καθώς το ποσοστό των ανδρών που εγκατέλειψαν ήταν υψηλότερο από εκείνο των γυναικών κατά 5,7%.

Επίσης, ανισότητες παρατηρούνται αναφορικά με αστικές και αγροτικές περιοχές και με μαθητές προερχόμενους από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα. Χαμηλή είναι και η ανταπόκριση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην υποστήριξη μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενώ ένα επιπλέον αδύνατο στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί, η μη ένταξη στην εκπαίδευση αξιοσημείωτου ποσοστού μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο.

Τέλος, ανισότητες παρατηρούνται διαχρονικά και στην πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση μεταξύ φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες με «υψηλό» και «πολύ υψηλό» κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο (36,3% και 2,1 % για το έτος 2001 έναντι 45,6% και 4,7% για το έτος 2014,αντίστοιχα), με αντίστοιχη μείωση στις οικογένειες με «μεσαίο» και «χαμηλό» κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο (52,1% και 9,5% το έτος 2001 έναντι 42,5% και 7,2% το έτος 2014, αντίστοιχα). Η διαφορά εντάθηκε στη διάρκεια της κρίσης, σε βάρος κυρίως φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες «μεσαίου» μορφωτικού επιπέδου και λιγότερο φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες «χαμηλού» μορφωτικού επιπέδου.

Δεξιότητες

Χαμηλές επιδόσεις παρουσιάζονται στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών 15 ετών του ΟΟΣΑ (PISA). Το ποσοστό μαθητών με χαμηλές επιδόσεις ήταν 30,5% στην κατανόηση κειμένου (literacy) έναντι 21,7% ΜΟ στην ΕΕ, 35,8% στον αριθμητισμό (numeracy) έναντι 22,4% ΜΟ στην ΕΕ και 31,7% στις φυσικές επιστήμες έναντι 21,6% ΜΟ στην ΕΕ.

Το ποσοστό υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό στόχο για το έτος 2020 που ορίστηκε σε <15%, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης των εν λόγω δεξιοτήτων.

Οι επιδόσεις του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας στη γλώσσα (literacy), στον αριθμητισμό (numeracy) και στην επίλυση προβλήματος (problem solving) είναι χαμηλές. Ποσοστό 26,5% των ενηλίκων έχει πολύ χαμηλό επίπεδο στην κατανόηση κειμένου με αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ 18,9%, ποσοστό 28,5% των ενηλίκων έχει πολύ χαμηλό επίπεδο αριθμητισμού με ΜΟ στον ΟΟΣΑ 22,7%, ενώ οι δεξιότητες υψηλού επιπέδου επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων είναι σε ποσοστό 5,6% με ΜΟ στον ΟΟΣΑ 11,2%.

Αναδεικνύεται, συνεπώς, η ανάγκη επέκτασης της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση αλλά και ενίσχυσης της απόκτησης δεξιοτήτων και ικανοτήτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ώστε να υποστηριχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και η ισότιμη συμμετοχή των πολιτών όλων των ηλικιών.

Αναφορικά με τις ανισότητες στις επιδόσεις, στην Ελλάδα μόνο το 1% των μαθητών που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον σημείωσαν πολύ υψηλές επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου (επίπεδα 5 και 6), έναντι 3% του Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, το 12% περίπου των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο πέτυχαν επίδοση που τους κατέταξε στο υψηλότερο ποσοστό 25% της βαθμολογίας στην κατανόηση κειμένου, έναντι 17% αντίστοιχου υπόβαθρου μαθητών που πέτυχαν αντίστοιχη επίδοση στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Διεθνοποίηση και εξωστρέφεια

Υψηλός αριθμός Ελλήνων φοιτητών και επιστημόνων φοιτούν – εργάζονται στο εξωτερικό, ενώ χαμηλός αριθμός αλλοδαπών φοιτητών φοιτούν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, παρατηρείται ότι μεγάλο ποσοστό Ελλήνων σπουδάζουν στο εξωτερικό, το οποίο ανέρχεται το έτος 2017 σε ποσοστό 12,1% σε προπτυχιακούς απόφοιτους (ΜΟ στην ΕΕ 3,6%) και 25,8% σε απόφοιτους μεταπτυχιακού επιπέδου (ΜΟ στην ΕΕ 5%), και πολύ χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών φοιτητών στα ελληνικά ιδρύματα (ποσοστό 1,6%, ΜΟ στην ΕΕ 10,8%). Ως εκ τούτου παρατηρείται εσωστρέφεια της ανώτατης εκπαίδευσης και έλλειψη διεθνοποίησης.

Η ερευνητική δραστηριότητα των ιδρυμάτων υπερέχει έναντι άλλων χωρών της ΕΕ ως προς το πλήθος των δημοσιεύσεων, τη διεθνή αναγνώριση και τις επιδόσεις, την ανάληψη ανταγωνιστικών χρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων (14η θέση ως προς τον αριθμό των δημοσιεύσεων ανά ερευνητή ανάμεσα σε 25 κ/μ της ΕΕ).

Ωστόσο, ο διεθνής προσανατολισμός των ιδρυμάτων βρίσκεται στα αρχικά του βήματα, ελλείψει στρατηγικού σχεδίου και διαμόρφωσης του αναγκαίου πλαισίου εφαρμογής.

Υποδομές και εξοπλισμοί

Οι σχολικές υποδομές παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις, καθώς συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου σχολείου δεξιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, απαιτούνται μετατροπές και διαμορφώσεις χώρων εντός υφιστάμενων κτηρίων, διδακτηρίων και αύλειων χώρων ή και νέα κτίρια, όπου δεν υπάρχουν.

Επίσης, παρά την προμήθεια εργαστηριακού εξοπλισμού και εξοπλισμού ΤΠΕ την τρέχουσα προγραμματική περίοδο, υφίστανται και δημιουργούνται συνεχώς νέες ανάγκες, όπως επαναπροσδιορισμός ειδικοτήτων, νέα προγράμματα σπουδών και ανάγκη απόκτησης νέων δεξιοτήτων.

Ακόμα, το δίκτυο των σχολικών κτηρίων και των ιδρυμάτων χρειάζεται ενεργειακή αναβάθμιση καθώς και ενίσχυση της προσβασιμότητάς του για άτομα με αναπηρία. Επιπλέον, η υποχρεωτική εφαρμογή της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης επιβάλλει την εξασφάλιση επιπλέον αιθουσών και νέων κτηριακών εγκαταστάσεων μόνιμης σχολικής στέγης πέραν των προσωρινών που ήδη δημιουργούνται.

Οι δράσεις προμήθειας εξοπλισμού ενίσχυσαν και αντικατέστησαν σε κάποιο βαθμό τον παλαιωμένο εξοπλισμό ΤΠΕ των σχολικών μονάδων, ωστόσο καλύφθηκε ποσοστό μικρότερο των πραγματικών αναγκών, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται.

Παράλληλα, διαπιστώνονται ανάγκες για κάλυψη εξοπλισμού ΤΠΕ για τις νέες μορφές μάθησης, λαμβάνοντας υπόψη τη γρήγορη απαξίωσή του. Το ίδιο ισχύει και για τις ψηφιακές υποδομές, οι οποίες, πλέον, είναι απαραίτητες τόσο για τη συνήθη λειτουργία των δομών όσο και για την κάλυψη των αναγκών σε εξ αποστάσεως εκπαίδευση.

Αναφορικά με τις υποδομές και τους εξοπλισμούς της ανώτατης εκπαίδευσης προκύπτουν μεγάλες ανάγκες για κτηριακές υποδομές, για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την υποστήριξη της ανάπτυξης νέων σύγχρονων δεξιοτήτων.

Ελλείψεις διαπιστώνονται και ως προς τις υποδομές φοιτητικής μέριμνας και φοιτητικής κατοικίας με σημαντικές διαφορές μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Η στόχευση σε δράσεις παρεμβάσεων σε υποδομές για μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος αλλά και για την εξασφάλιση της προσβασιμότητας σε όλους αποτελούν προτεραιότητα και ζητούμενο.

Οι ψηφιακές υποδομές, τόσο για τις ανάγκες λειτουργίας των ιδρυμάτων όσο και για τις ακαδημαϊκές και ερευνητικές τους δραστηριότητες, είναι κρίσιμης σημασίας και θεωρείται ότι θα πρέπει να καλυφθεί μεγάλο έδαφος για να προσεγγιστεί ο επιθυμητός βαθμός κάλυψης.

Η ανάγκη εκσυγχρονισμού των συγγραμμάτων και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή καθώς και η πρόσβαση σε ακαδημαϊκές-ερευνητικές πηγές διεθνών οίκων αποτελεί, επίσης, μια σημαντική παράμετρο που απαιτεί ενίσχυση.

Πάμε για παγκόσμια διαγραφή χρεών; Η θεωρία με τις «δύο τσέπες» των κεντρικών τραπεζών

«Τύπωμα» χρήματος και αύξηση δημόσιου χρέους για να στηριχθούν οι οικονομίες εν μέσω πανδημίας είναι η συνταγή που ακολουθούν οι μεγάλες οικονομίες. Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να διαγράψουν με μια κίνηση το πρόσθετο βουνό χρέους που θα προκύψει;

H ΕΚΤ θα «τυπώνει» χρήμα αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, τα οποία θα εκδίδουν οι κυβερνήσεις για να δανειστούν και να συνεχίσουν να ξοδεύουν από τους κρατικούς προϋπολογισμούς για να στηρίξουν τις οικονομίες στο δεύτερο κύμα του κορωνοϊού.

Αυτό είναι το σχέδιο που φαίνεται να ακολουθούν οι χώρες της Ευρωζώνης και η πρόεδρος της ΕΚΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ το υπέδειξε εμμέσως χθες όταν δήλωσε ότι η κεντρική τράπεζα θα προχωρήσει σε νέα μέτρα νομισματικής στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας το Δεκέμβριο.

Θα συνεχίσει δηλαδή να να δημιουργεί νέο χρήμα με το οποίο θα αγοράζει κρατικά ομόλογα (ποσοτική χαλάρωση ή «τύπωμα» χρήματος).

Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα μπορέσουν να δανειστούν πουλώντας ομόλογα τα οποία σε κάθε περίπτωση μπορεί να απορροφήσει η ΕΚΤ.

Σύμφωνα με  υπολογισμούς της Citigroup που δημοσίευσαν οι Financial Times η EKT έχει προγραμματίσει να αγοράσει μέσα στο 2021 περισσότερα ομόλογα από εκείνα που θα εκδώσουν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης για να χρηματοδοτήσουν την άμυνα απέναντι στην ύφεση που προκαλεί η πανδημία.

Η Citi υπολογίζει ότι το 2021 οι χώρες της ευρωζώνης θα εκδώσουν ομόλογα αξίας περίπου 1,2 τρισ. ευρώ, ενώ η ΕΚΤ υλοποιεί ήδη αγορές ομολόγων που θα φτάσουν συνολικά το 1,35 τρισ. ευρώ και αναμένεται ότι το Δεκέμβριο θα επεκτείνει το πρόγραμμα με άλλα 500 δισ. ευρώ.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι κυβερνήσεις μπορούν πρακτικά να δανειστούν όσο θέλουν, καθώς η αγορά των ομολόγων είναι εγγυημένη από την ΕΚΤ και μάλιστα με πολύ χαμηλά επιτόκια.

Το κόστος του δανεισμού θα είναι πρακτικά μηδέν, αφού οι τόκοι για τα ομόλογα αυτά τους οποίους θα εισπράττει η ΕΚΤ θα επιστρέφονται στα κράτη μέλη μέσα από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.

Ο νέος δανεισμός, όμως, σημαίνει ότι θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος των χωρών της ευρωζώνης και οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις «δείχνουν» ότι θα φτάσει στο 103% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη (και στο 131% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ).

Η δραματική αύξηση του δημοσίου χρέους είναι ένα πρόβλημα το οποίο προς το παρόν ουδένα δείχνει να απασχολεί, ούτε τις κυβερνήσεις, ούτε τις κεντρικές τράπεζες, ούτε τους επενδυτές που αξιοποιούν την πρόσθετη ρευστότητα για να αγοράσουν μετοχές και ομόλογα σαν να μην υπάρχει αύριο.

Όλοι καταλαβαίνουν, πάντως, ότι σήμερα με τα επιτόκια κοντά στο μηδέν τα χρέη είναι βιώσιμα, αλλά εάν τα επιτόκια αυξηθούν στο 2,5% ή 3% τότε θα εμφανιστεί ένα «τσουνάμι» χρεοκοπιών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα παγκοσμίως.

Επομένως οι «ασκήσεις επί χάρτου» για την επόμενη μέρα έχουν ήδη ξεκινήσει και αρκετοί αναλυτές εξετάζουν τα σενάρια διαγραφής χρέους που μπορεί να εμφανιστούν.

Ένα βασικό σενάριο αφορά στη διαγραφή των κρατικών χρεών προς τις κεντρικές τράπεζες, αφού πρόκειται για χρέη που αντιστοιχούν στις δύο τσέπες της ίδιας οντότητας. Η κεντρική τράπεζα έχει στη μια τσέπη, στο ενεργητικό της, τα κρατικά ομόλογα που έχει αγοράσει και στην άλλη τσέπη, στο παθητικό της, το χρήμα που έχει δημιουργήσει για να τα αγοράσει.

Αρκεί, λοιπόν, η κεντρική τράπεζα με μια απλή λογιστική κίνηση να διαγράψει το ίδιο ποσό και από τις δύο «τσέπες» για να εξαφανιστεί και το αντίστοιχο χρέος.

Πρόκειται για τη λεγόμενη νομισματική χρηματοδότηση η οποία μέχρι τώρα θεωρείται το απόλυτο κακό και απαγορεύεται δια ροπάλου από τη συνθήκη της Ε.Ε. -όχι όμως και στις ΗΠΑ όπου οι οπαδοί της θεωρίας αυτής θεωρούν ότι πρόκειται να εφαρμοστεί πρώτα.

Το βασικό μειονέκτημα μιας τέτοιας ενέργειας είναι ο πληθωρισμός που σημαίνει ότι το χρήμα χάνει την αξία του. Ωστόσο εδώ και περίπου δέκα χρόνια ο πληθωρισμός έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο και έχει εμφανιστεί το αντίθετο, ο αποπληθωρισμός (μείωση τιμών) που ευνοεί την ύφεση και τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν να καταπολεμήσουν… δημιουργώντας πληθωρισμό.

Η δεύτερη παρενέργεια θα είναι πιθανόν η μείωση της ισοτιμίας του νομίσματος, κάτι που όμως δεν θα ενοχλούσε κανέναν σε μια φάση που η οικονομία θα αναζητούσε μοχλό ανάπτυξης

H UNESCO για την ημέρα του εκπαιδευτικού

Σύμφωνα με πρόσφατημελέτη της UNESCO κάθε ώρα διδακτικού έργου ενός καθηγητή αντιστοιχεί σε 4 ώρες εργασίας γραφείου

Αυτό συμβαίνει διότι η δυσκολία μίας εργασίας καθορίζεται κατά βάση από το πλήθος και τη δυσκολία των αποφάσεων που καλείται να λάβει ο εργαζόμενος κατά τη διάρκειά της. Και μαντέψτε ποιο είναι το επάγγελμα στο οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να λαμβάνει συνεχώς σημαντικές αποφάσεις για την πορεία της εργασίας του. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εκπαιδευτικοί παθαίνουν συχνά υπερκόπωση, burnout και γενικώς στρεσάρονται πολύ περισσότερο από άλλους εργαζόμενους.

 Παραθέτουμε παρακάτω ένα άρθρο του Χρήστου Κάτσικα για την εξουθένωση των εκπαιδευτικών. Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝΤα  μέτρα του Υπουργείου Παιδείας …βλάπτουν σοβαράτην υγεία των εκπαιδευτικώνΤου Χρήστου Κάτσικα  Αν και ο επίσημος κρατικός λόγος χέρι χέρι με τις ηλεκτρονικές μας κουβερνάντες, τα ΜΜΕ και τους παλατιανούς δημοσιογράφους πασχίζουν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι οι εκπαιδευτικοί είναι οι «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», ότι εργάζονται ελάχιστες ώρες την ημέρα και λίγους μήνες το χρόνο, όλες οι έρευνες, στην Ευρώπη, στην Αμερική και στη χώρα μας αποδεικνύουν εδώ και πολλά χρόνια ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των στρεσογόνων επαγγελμάτων. Οι εκπαιδευτικοί ανήκουν στην ομάδα των επαγγελματιών που είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο «σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης». Η επαγγελματική εξουθένωση είναι ένα σύνδρομο σωματικής και ψυχικής εξάντλησης στα πλαίσια του οποίου ο εκπαιδευτικός κατακλύζεται από έλλειψη ενθουσιασμού και προσδοκιών, απογοήτευση, απάθεια, αδράνεια, χάνει το ενδιαφέρον του και τα όποια θετικά συναισθήματα έχει για τους μαθητές του, διαμορφώνει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία το 5-25% των εκπαιδευτικών υποφέρει από το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης. Στη Γερμανία το ένα τρίτο των εκπαιδευτικών αισθάνεται επαγγελματικά ακρωτηριασμένο, ενώ ένα δεύτερο τρίτο αισθάνεται παραγνωρισμένο και κουρασμένο. Αιτίες είναι οι πολυάριθμες τάξεις, οι αυξανόμενες απαιτήσεις του επαγγέλματος και η συμπεριφορά των μαθητών. Το άγχος, οι απαιτήσεις, ο φόρτος εργασίας και η πίεσης από τον έλεγχο των σχολικών επιθεωρητών είναι κάποιοι από τους λόγους που ωθούν πολλούς εκπαιδευτικούς σε παραίτηση, όπως έγραφε η εφημερίδα Guardian (2-8-2000). Στη Γαλλία οι εκπαιδευτικοί έχουν περισσότερο άγχος συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα, (όπως αναφέρεται στην εφημερίδα Times Educational Supplement / 12-10-2001), ενώ κατά την ίδια εφημερίδα (2-3-2001) και στον Καναδά αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω του άγχους και του υπερβολικού φόρτου εργασίας. Στην επαρχία Skatchewan μάλιστα, το 30% των εκπαιδευτικών παραιτείται μετά από 5 χρόνια εκπαιδευτικής υπηρεσίας. Το άγχος τους προκαλείται από την έλλειψη βιβλίων, την ένταξη μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες στην τάξη, τη γραφειοκρατία, το νέο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών. Τέλος η αύξηση του αριθμού των μαθητών στις ΗΠΑ, χωρίς την απαιτούμενη υποδομή στα σχολεία, δημιουργεί αγχογόνες καταστάσεις, όπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας Los Angeles Times (25-9-2000) 

Ας έρθουμε τώρα στη χώρα μας Στην Ελλάδα, διάφορες έρευνες1 συγκλίνουν ότι ένα ποσοστό των εκπαιδευτικών που φτάνει περίπου το 25%  βιώνει υψηλή ή μεσαία συναισθηματική εξάντληση, ενώ καταγράφεται επίσης ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα εκπαιδευτικών αισθάνεται ότι δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό στη δουλειά του. Σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ) το 2000 αναφέρεται ότι από τα πλέον συνήθη προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία είναι το άγχος σε ποσοστό 28% και η επαγγελματική εξουθένωση σε ποσοστό 23%. Σε άλλη έρευνα (Κάντας – Αρέθας, 1998) αναφέρονται ως κυριότερες πηγές άγχους, ο υπερβολικός φόρτος εργασίας, η έλλειψη κονδυλίων, η οργανωτική και διοικητική δομή του σχολείου, το επίπεδο των μαθητών, ο χαμηλός μισθός, η έλλειψη σεβασμού, η έλλειψη ευκαιριών για επιμόρφωση κλπ. Όλα αυτά τα βλέπει ως πηγή επαγγελματικού άγχους πάνω από το 70% των εκπαιδευτικών.   

ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Όταν δεν βλέπεις νόημα στη δουλειά σου – όταν δεν νιώθεις ικανοποίηση από τη δουλειά σου Ας πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά: η αναμονή του διορισμού, συνήθως πολύχρονη, η αλλεπάλληλη τοποθέτηση σε θέσεις «αναπληρωτή», και οι μετακινήσεις σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου λιπαίνουν το έδαφος της επαγγελματικής εξουθένωσης του εκπαιδευτικού. Ας αρχίσουμε από τον πτυχιούχο μιας καθηγητικής σχολής ο οποίος ενδιαφέρεται να βρει μια θέση εκπαιδευτικού στη σχολική εκπαίδευση. Και για να μη μιλάμε στον αέρα ας δούμε τι προβλέπει ο νέος νόμος για τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών: Ακούστε λοιπόν: τελειώνει κάποιος π.χ τη φιλολογία. Για να έχει τη δυνατότητα απλά να διεκδικήσει μια θέση στη σχολική εκπαίδευση πρέπει να ολοκληρώσει ξέχωρα από τα άλλα τα μαθήματά του ένα εξάμηνο σπουδών εντός ή εκτός των προπτυχιακών του σπουδών για να λάβει Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Επάρκειας. Μετά από αυτό πρέπει να στοχεύσει σε πιστοποίηση ξένης γλώσσας και χειρισμού Η/Υ καθώς αυτά του προσφέρουν κάποια μόρια. Παράλληλα, πρέπει να επιστρέψει σε φροντιστηριακά θρανία για να μπορέσει να πάρει μέρος σε κάποιον ή σε κάποιους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ. Παράλληλα πρέπει να έχει στο νου του κάποιο μεταπτυχιακό καθώς και αυτό μοριοδοτείται. Ωστόσο όλα αυτά πρέπει να συνδυαστούν με όργωμα της επαρχίας για να μαζευτούν μόρια εφόσον βέβαια έχει εξασφαλίσει μια κάποια χρηματοδότηση από την οικογένεια. Αν όλα αυτά πάνε καλά και η οικογένεια έχει τη δυνατότητα να τον χρηματοδοτεί περίπου 5-10 χρόνια μετά την κτήση του πτυχίου του δίνει στο ΑΣΕΠ, σε έναν διαγωνισμό που είναι τροχός της τύχης και που απαξιώνει  το ίδιο του το πτυχίο. Σε περίπτωση που ανήκει στο προνομιούχο 5% περίπου και έχει προβιβάσιμο βαθμό στο διαγωνισμό δεν έχει καθόλου σίγουρο ότι αυτό θα του ανοίξει την πόρτα του σχολείου. Αν ξεπεράσει και αυτό το εμπόδιο και προσληφθεί τότε για δυο χρόνια κινδυνεύει να μετατραπεί σε υπήκοο καθώς θα βρεθεί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του μέντορα του σχολικού σύμβουλου και του διευθυντή που μπορούν, με βάση το θεσμικό πλαίσιο να τον οδηγήσουν στην αφετηρία με μια αρνητική κρίση. Το νέο αυτό νομοθετικό πλέγμα μπορεί να δημιουργήσει πραίτορες και υπηκόους. Αυτό μπορεί να είναι το έδαφος για να έχουμε μια νέας μορφής επαγγελματική εξουθένωση του εκπαιδευτικού, από τα αποδυτήρια, δηλαδή από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του πορείας. Ας έρθουμε τώρα στους εκπαιδευτικούς που έχουν 5 ή 10 ή 20 χρόνια υπηρεσίας. Σε ποιο ακριβώς περιβάλλον ζουν και εργάζονται; Ποιο είναι το υπαρκτό σχολείο; Μιλάμε για το σχολείο των δυσαρεστημένων. Αυτή είναι η σωστή ονομασία του σημερινού σχολείου που βιώνει ο εκπαιδευτικός. Ας προσέξουμε Οι γονείς είναι δυσαρεστημένοι καθώς πληρώνουν πολύ ακριβά τη φοίτηση των παιδιών τους  στην κατ΄ επίφαση δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση. Μάλιστα η δυσαρέσκειά τους τροφοδοτείται δικαίως, ακόμη περισσότερο σήμερα, αφού η «επένδυση» στο σχολικό των παιδιών τους, έχει όλο και λιγότερη «απόδοση» όπως αποδεικνύει η καθημερινή εμπειρία και τα στατιστικά στοιχεία με τους δεκάδες χιλιάδες άνεργους, ετεροαπασχολούμενους και υποαπασχολούμενους πτυχιούχους. Ας τους ρωτήσουμε ποιος νομίζουν ότι φταίει: ο εκπαιδευτικός. Οι μαθητές είναι δυσαρεστημένοι γιατί «ροκανίζουν» την εφηβεία τους στο τρίγωνο σχολείο – φροντιστήριο – ιδιαίτερο σ΄ ένα «εκπαιδευτικό σύστημα αμάθειας». Περισσότερο από ποτέ το σχολείο βιώνεται από τους πρωταγωνιστές του ως χώρος «εξεταστικής θυσίας», σαν μια άχαρη και ψυχρή «αίθουσα αναμονής» στην οποία αναγκαστικά περιμένει ο μαθητής μέχρι να έρθει η ώρα του μοιράσματος των τίτλων. Ας τους ρωτήσουμε τι νομίζουν ότι ευθύνεται για την άχαρη ζωή τους: Ο εκπαιδευτικός Οι εκπαιδευτικοί είναι δυσαρεστημένοι γιατί παράλληλα με τα οικονομικά προβλήματα που τους οδηγούν στην αναζήτηση δεύτερης δουλειάς, βαραίνουν και τα βαριεστημένα μάτια των μαθητών που προγυμνάζονται στο διπλανό φροντιστήριο ενώ από την άλλη «πλακώνονται» από το εχθρικό υπονοούμενο της κοινής γνώμης που έντεχνα κατευθύνεται να τους θεωρεί μοναδικούς υπεύθυνους. Πλησιάζουμε την καρδιά του προβλήματος. Ξέρετε ποιο γεγονός  μπορεί να σπάσει το ηθικό ενός εκπαιδευτικού περισσότερο ακόμη και από την οικονομική θηλιά που του έχει βάλλει το Υπουργείο Παιδείας; Γιατί να διαβάσω δάσκαλε; Ας δούμε τώρα ορισμένες πιο χειροπιαστές αιτίες 1) Η συμπεριφορά των μαθητών, (όσο το σχολείο απαξιώνεται, όσο ο νέος άνθρωπος απομακρύνεται έντεχνα από την αντίληψη ότι η γνώση είναι δύναμη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αρκεί να κάνει συλλογικά όνειρα, όσο οι επαγγελματικές προοπτικές στενεύουν, όσο ο εκπαιδευτικός σπρώχνεται να αντιμετωπίσει το μαθητή χωρίς τη λογική της διαπαιδαγώγησης, τόσο θα αυξάνουν τα φαινόμενα της σχολικής παραβατικότητας, το φτύσιμο και η παγερή αδιαφορία), 2) οι κακές εργασιακές σχέσεις, (μισθός, εξέλιξη, έλλειψη εποπτικού υλικού, η αίσθηση ότι δεν ελέγχει αυτά που συμβαίνουν στο χώρο εργασίας του, η αίσθηση ότι δεν τον λαμβάνουν καθόλου υπόψη στις εκπαιδευτικές αλλαγές , το ραβε – ξήλωνε), 3) Η καλλιέργεια ανταγωνιστικού κλίματος μεταξύ των εκπαιδευτικών, η ανασφάλεια της αρνητικής αξιολόγησης, 4) Οι οργανωτικές απαιτήσεις της εκπαίδευσης, και συγκεκριμένα, η ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του αναλυτικού προγράμματος σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, (για παράδειγμα στα Λύκεια με τις πανελλαδικές. Το σχολείο και η μαθησιακή διαδικασία αντιμετωπίζεται σαν μια εταιρεία τραίνων που το μόνο που ενδιαφέρει είναι να τηρηθούν τα ωράρια) 5) Η αδυναμία του να αντεπεξέλθει στα διδακτικά του καθήκοντα, είτε λόγω απειρίας είτε λόγω ανεπάρκειας (ανεπαρκή επιμόρφωση, αλλαγές στο γνωστικό και διδακτικό αντικείμενο) 6) Η διάψευση των προσδοκιών του για το ρόλο του στην εκπαίδευση, η αίσθηση της εγκατάλειψης και ο συμβιβασμός με την υπάρχουσα κατάσταση.  

 ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ     

     Καθηγητής σε εσπερινό σχολείο στο κέντρο της Αθήνας Όταν πήγε για πρώτη φορά σε εσπερινό γυμνάσιο, πριν πολλά χρόνια, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευε ότι οι μαθητές του, αν όχι όλοι οι περισσότεροι, είχαν κάποια βλάβη στον εγκέφαλο. Δεν μπορούσε αλλιώς να εξηγήσει πως μετά από μια αναλυτική παρουσίαση του μαθήματος, δεν μπορούσαν να αρθρώσουν κουβέντα. Είχε αρχίσει να καταρρακώνεται καθώς κάθε μέρα όλες του οι προσπάθειες να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερο μάθημα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών δεν μπορούσε να απαντήσει μετά το τέλος της παράδοσης του μαθήματος σε στοιχειώδεις ερωτήσεις. Σκέφτονταν να φύγει από το σχολείο, αισθανόταν άχρηστος, όταν κάποια στιγμή ένας μαθητής ανέφερε έναν παίκτη του Ολυμπιακού που αυτός αγνοούσε. Στην τάξη τότε άρχισε μια συζήτηση όπου τα παιδιά έλεγαν λεπτομέρειες με ονόματα παικτών διαφόρων ομάδων που αυτός αγνοούσε παντελώς. Στο τέλος ένας μαθητής τον ρώτησε αν μπορούσε να πει το όνομα του τερματοφύλακα του Παναθηναικού ή το όνομα ενός οποιουδήποτε παίκτη. Τότε κατάλαβε. Δεν τον ενδιέφερε εδώ και πολλά πολλά χρόνια οτιδήποτε είχε σχέση με το ποδόσφαιρο και τα αυτιά του ήταν βουλωμένα στα ονόματα των ποδοσφαιριστών. Αυτό συνέβαινε και με τους μαθητές. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε καμιά ερώτηση του μαθήματος όχι γιατί είχαν βλάβη στον εγκέφαλο αλλά γιατί δεν τους ενδιέφερε καθόλου το μάθημα. Άκουγαν τη φωνή του την ώρα που τους έλεγε το μάθημα ίδια με τον ήχο μιας μοτοσικλέτας ή τους θορύβους που έρχονταν από την αυλή. Έπρεπε να βρει άλλον τρόπο να μιλήσει στα παιδιά. Έφαγε πολλά μαθήματα για να δοκιμάζει να τους τραβήξει το ενδιαφέρον συζητώντας στην αρχή ότι τους τραβούσε το ενδιαφέρον. Έμεινε πίσω στην ύλη αλλά τα παιδιά άρχισαν να τον εμπιστεύονται και να τον ακούνε. Ο σχολικός σύμβουλος που ήρθε στο σχολείο ζήτησε από όλους τους καθηγητές της ειδικότητας του το βιβλίο ύλης. Είχε μείνει πίσω. Δέχθηκε παρατήρηση.             ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ πριν μερικά χρόνια Η ύλη – Δύσκολη τάξη, πολλά μαθησιακά προβλήματα. Προσπάθησε να καλύψει κενά που υπήρχαν, προχωρούσε το μάθημά της μόνο εφόσον ένιωθε ότι οι μαθητές της είχαν κατανοήσει. Στη μέση της χρονιάς έπαθε πανικό. Ήταν πίσω στην ύλη, πιέστηκε να τρέξει, όλα έγιναν χωρίς νόημα.              ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΣΕ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Δεν ήξεραν λέξη ελληνικά. Κάτι παράξενο συνέβαινε. Μπήκε στην τάξη 15 μέρες μετά την έναρξη των μαθημάτων καθώς ήταν στη διάθεση του ΠΥΣΔΕ και ήρθε να καλύψει κενό. Απευθύνθηκα στο γραφείο.         

   ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΣΕ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ Κατάλαβα ότι με κοροιδεύουν. Το Υπουργείο χάλασε τον κόσμο για να ανακοινώσει ότι τώρα κάθε μαθητής θα έχει τον υπολογιστή του στην τάξη και θα άρχιζε με πλοηγό το δάσκαλο το διαδικτυακό ταξίδι της γνώσης. Το μόνο που έγινε ήταν κάποιοι να πουλήσουν ακριβά 100.000 υπολογιστές. Δεν υπήρχε καμιά μέριμνα, καμιά υποδομή για να μπορέσει να γίνει το μάθημα με υπολογιστή. Δεν υπήρχε καν ιντερνετ. Ένιωσα μια τεράστια απογοήτευση από την κοροιδία και παράλληλα με έπιασε απελπισία. Κατάλαβα ότι δεν ορίζω τη δουλειά μου, ότι αυτοί που έχουν την ευθύνη της εκπαίδευσης αντιμετωπίζουν το σχολείο, τον καθηγητή, το μαθητή διαχειριστικά και επικοινωνιακά. 

Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα alfavita.gr

Πρoστατευμένο: 1ο Κεφάλαιο

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με συνθηματικό. Για να το δείτε εισάγετε το συνθηματικό σας παρακάτω:

Το Παράδοξο της Φειδούς

Μια από τις πιο γνωστές Κεϋνσιανές θεωρίες είναι το παράδοξο της φειδούς. Κοντολογίς αυτό που μας λέει το παράδοξο είναι ότι ενώ η αποταμίευση είναι οικονομικά επωφελής για το μεμονωμένο άτομο, αν το κάνουμε όλοι αυτό, τότε ο συνολικός πλούτος θα μειωθεί. Η λογική είναι η εξής: Αν ταυτόχρονα αυξήσουμε όλοι το ποσοστό του εισοδήματος που αποταμιεύουμε, τότε θα μειωθεί η κατανάλωση (ζήτηση για αγαθά). Οι επιχειρήσεις το βλέπουν αυτό και μειώνουν την παραγωγή τους. Η ανεργία αυξάνεται φυσικά οδηγώντας σε ένα νέο κύμα μείωσης της κατανάλωσης (αφού πολλοί έχασαν τους μισθούς τους) και ούτω καθεξής Η οικονομία μπαίνει σε ύφεση και όλοι γινόμαστε πιο φτωχοί.